άγδυτος

άγδυτος
uyunmamış, giyinik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άγδυτος — η, ο αυτός που δε γδύθηκε, ντυμένος: Ήταν τόσο κουρασμένος, που κοιμήθηκε άγδυτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγδυτος — η, ο [γδύνω] αυτός που δεν γδύθηκε, ντυμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”